τσοπανοπούλα

τσοπανοπούλα
η
1. μικρή τσοπάνισσα, βοσκοπούλα.
2. η κόρη του βοσκού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βοσκοπούλα — η η κόρη βοσκού, η τσοπανοπούλα: Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη (Ζαλοκώστας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”